- όρριον
- (I)ὄρριον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὀρίγανον».————————(II)ὅρριον, τὸ (Α)1. δημόσια ή ιδιωτική αποθήκη διαφόρων εμπορευμάτων και ιδίως σιτηρών2. (κατ' επέκτ.) δοχείο για τη φύλαξη σιτηρών3. πανδοχείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών» (πρβλ. ορρείον)].
Dictionary of Greek. 2013.